Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου


Διάλεξαν την πιο όμορφη και ήσυχη παραλία του νησιού. Η μαρμαρόσκονη και τα άσπρα χαλίκια κατά μήκος της ακτής την έκαναν μοναδική. Όλα άσπρα σα χιονισμένα. Η θάλασσα διάφανη. Τα πιο γαλάζια νερά που είχαν δε ποτέ.
Ένιωθαν σαν τον Αδάμ και την Εύα που επέστρεψαν στον παράδεισο. Έστησαν τη σκηνή τους και βούτηξαν αμέσως γυμνοί στο νερό. Σ’ αυτόν τον μικρό κόλπο αναβαπτίστηκαν. Θα έμεναν μερικές μέρες μέχρι να τους τελειώσουν οι προμήθειες σε τρόφιμα και ποτά. Ευτυχώς εκεί κοντά είχε ένα πηγάδι και θα είχαν πάντα κρύο νερό και παγωμένες μπύρες.
Το σκοτάδι ήρθε γρήγορα και οι δυο τους αν και κουρασμένοι απ’ το ταξίδι δεν ήθελαν να κοιμηθούν. Η ησυχία της νύχτας διαλύθηκε καθώς εκείνος έπαιζε την κιθάρα του και εκείνη τραγουδούσε. Αποκοιμήθηκαν εκεί έξω κάτω από τ’ αστέρια πίνοντας και καπνίζοντας χωρίς να καταλάβουν πως κάποιος τους παρακολουθούσε και χόρευε σε πένθιμο ρυθμό. Το επόμενο πρωί δεν έδωσαν σημασία στα χνάρια που έρχονταν από τη θάλασσα και έκαναν κύκλο γύρω τους. Έφτιαξαν καφέ και τον ήπιαν συζητώντας τί θα έκαναν την υπόλοιπη μέρα.
Αργότερα ο Αδάμ πήγε στο πηγάδι. Εκεί συνάντησε μια όμορφη ξανθιά κοπέλα ντυμένη στα άσπρα που έπαιρνε κι αυτή νερό. Γνωρίστηκαν και τη βοήθησε να γεμίσει τα μπουκάλια της. Του είπε, δείχνοντας το χωματόδρομο, ότι πίσω από τα βράχια λίγο πιο πέρα είχε μια μικρότερη παραλία που μπορούσες να πας και κολυμπώντας από τη δική τους. Εκεί έμενε με μια φίλη της. Η Εύα που τον καμάρωνε από μακριά δεν ξεχώριζε κανέναν άλλο άτομο παρά μόνο τον Αδάμ. Όταν γύρισε στη σκηνή του δεν της είπε τίποτα για τη γνωριμία που έκανε για να μη ζηλέψει.
Το βράδυ ήταν ανήσυχος και μόλις κοιμήθηκε η Εύα στην αγκαλιά του εκείνος βγήκε να καπνίσει. Εκεί κοιτάζοντας τη θάλασσα του φάνηκε πως είδε τη ξανθιά κοπέλα να κολυμπά.
Την άλλη μέρα δεν την είδε στο πηγάδι αν και την περίμενε. Όταν το μεσημέρι διάβαζαν αράζοντας στις ξαπλώστρες την είδε πάλι να κολυμπά και αυτή τη φορά το είπε στην Εύα. Εκείνη δεν έβλεπε άνθρωπο παρά την κορυφή ενός βράχου.
– Μα είναι η κοπέλα που μίλησα χτες στο πηγάδι, της εξήγησε.
– Δεν είδα να μιλάς με καμιά κοπέλα ούτε τώρα βλέπω, απάντησε εκείνη.
Δεν έδωσαν μεγάλη σημασία για διαφορετικούς λόγους ο καθένας και συνέχισαν να διαβάζουν. Έκαναν άλλη μια βουτιά στα καθαρά νερά πριν το μεσημεριανό φαγητό. Όταν δρόσισε λίγο το απόγευμα ο Αδάμ πήγε να μαζέψει ξύλα για να ανάψουν φωτιά το βραδάκι. Εκεί ανάμεσα στα πεύκα την ξαναείδε. Έτρεξε κοντά του και το άσπρο φόρεμα της ανέμιζε. Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε τον φίλησε. Τα χείλη της είχαν τη γεύση της θάλασσας. Τα πράσινα μάτια της τον διαπέρασαν.
– Σε περιμένω το βράδυ στη δική μου θάλασσα. Του ψιθύρισε και έφυγε τρέχοντας όπως ήρθε.
Όταν σκοτείνιασε για τα καλά άναψαν φωτιά με τα ξύλα που έφερε. Πήρε την κιθάρα του και άρχισε πάλι να παίζει και να σιγοτραγουδά. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Μόνο να πιεί. Ειδικά εκείνο το παθιασμένο φιλί. Ειδικά εκείνα τα μάτια. Όταν σταμάτησε πιωμένος πια ξάπλωσε στα πόδια της Εύας σαν μετανιωμένο σκυλί. Εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε πως όταν εκείνος έλειπε πέρασε ένας βοσκός με τις κατσίκες του και τη συμβούλεψε να προσέχει τη θάλασσα. Συνέχισε μετά από μία παύση λέγοντας πως νιώθει τόσο οικείο το περιβάλλον που δεν φοβάται τίποτα. Ούτε καν το θάνατο. Της χαμογέλασε και μπήκαν στη σκηνή να κοιμηθούν.
Η θάλασσα απ’ έξω ακουγόταν τόσο θυμωμένη που τον ξύπνησε. Σκέφτηκε να πάει απ’ το δρόμο μέχρι την άλλη παραλία για να τη συναντήσει αλλά μόλις τα πόδια του άγγιξαν το νερό αμέσως αυτό ηρέμησε σαν από θαύμα. Προχώρησε μέχρι εκεί που δεν πατούσε πια. Τότε άρχισε να κολυμπά. Έφτασε γρήγορα στην άλλη πλευρά σαν να τον έσπρωχνε το ρεύμα. Εκεί τον περίμενε με το άσπρο της φόρεμα πάνω στην υγρή άμμο. Φιλήθηκαν. Τα χείλη της απαλά. Το δέρμα της σκληρό απ’ την αλμύρα και τον ήλιο. Τα υπόλοιπα ήρθαν αβίαστα. Το φεγγάρι βγήκε από τη θάλασσα και ήρθε κοντά τους. Σηκώθηκε αμήχανα και της είπε ότι αύριο φεύγουν.
– Με λένε Νησώ και θα μείνεις για πάντα εδώ, του φώναξε.
Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Σκέφτηκε την Εύα του και βούτηξε στο νερό για να γυρίσει πίσω. Ζαλισμένος και μπερδεμένος κολυμπούσε. Η Νησώ θύμωσε και φύσηξε τη θάλασσα. Εκείνη υπάκουσε και ξαφνικά σηκώθηκαν κύματα. Για ώρα πολύ προσπαθούσε να βγει στην ακτή αλλά τα κύματα τον εμπόδιζαν. Κουρασμένος πια αφέθηκε στην αγκαλιά της. Τον σήκωσε και τον γύρισε πίσω στη Νησώ αποκαμωμένο.
Όταν ξημέρωσε η Εύα ανησύχησε που δεν τον βρήκε δίπλα της. Άρχισε να τον φωνάζει. Βγήκε στο δρόμο και είδε το βοσκό. Ξεκίνησαν μαζί να τον ψάχνουν. Δεν άργησαν να τον εντοπίσουν στον διπλανό κόλπο ξαπλωμένο ανάσκελα δίπλα σ’ ένα άσπρο φόρεμα. Πήγε κοντά πρώτα ο βοσκός. Εκείνη στάθηκε μαρμαρωμένη και κοίταζε από ψηλά.
– Τον πήρε η θεά, είπε ο βοσκός όταν πήγε δίπλα της με το φόρεμα στο χέρι. Τον πήρε η Νησώ.

Share.
Exit mobile version