Αυγουστιάτικη νύχτα. Η ζέστη αφόρητη ακόμη και μέσα στη φύση κάτω από τα αιωνόβια δένδρα. Είχαν από νωρίς όμως πάρει όλοι τις θέσεις τους. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει. Το μπουζούκι φλύαρο και γω εστίασα στα χέρια του μπουζουξή όπως κοίταζα το δάσκαλο στα μάτια όταν μιλούσε στο σχολείο. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα κουβαλώντας δίσκους με ουίσκι, παγάκια, σόδες, κόκα κόλες, ξηρούς καρπούς και πιατέλες με φρούτα. Οι θαμώνες στα πρώτα τραπέζια πιωμένοι πια και έτοιμοι για όλα. Εκτός από έναν άνδρα στη δεύτερη σειρά που συνήθιζε να τρώει και να πίνει γρήγορα και μετά να κοιμάται όρθιος στο τραπέζι του μέχρι το τέλος του προγράμματος. Ο προβολέας άναψε και η νεαρή τραγουδίστρια βγήκε στην πίστα. “Μια χαμένη Κυριακή” ξεκίνησε να λέει και τα γαρύφαλλα άρχισαν να πέφτουν σα βροχή. Τα κορίτσια με τα πανέρια έτρεχαν να τα γεμίσουν ξανά και ξανά. “Κι είχε δυο ματάκια μπλε” συνέχισε και οι σαμπάνιες έσκαζαν και χύνονταν σαν καταρράκτες. Τα πιτσιρίκια έψαχναν να βρουν τους φελλούς. Τη “ζημιά” έκανε ένας τύπος με μεγάλη περιουσία που τον ήξεραν όλοι και τον έλεγαν “διευθυντή”. Η τραγουδίστρια στάθηκε μπροστά στο τραπέζι του, τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του και ήπιε στην υγειά του.
Οι γονείς μου και μείς καθόμασταν πολύ πιο πίσω. Βλέπαμε τα πάντα χωρίς να φαινόμαστε. Με λιγότερα φώτα και φασαρία μπορούσαμε να κοιμηθούμε ή να κάνουμε ότι κοιμόμαστε όπως συνηθίζαμε στις καρέκλες, η αδελφή μου που ήταν εφτά και γω ένα χρόνο μικρότερη. Το κέντρο διασκέδασης – μπουζούκια “αρκούδα” το είχε ένας οικογενειακός φίλος και γείτονας μας και έτσι πάντα μας κρατούσε εκείνο το τραπέζι κάτω από τον τεράστιο πλάτανο που θύμιζε αρκούδα. Έτσι πήρε το μαγαζί το όνομα του. Στην αρχή δεν μπορούσα να διακρίνω αυτό που έβλεπαν οι άλλοι στο δέντρο. Όταν όμως έβαλαν έναν χαλκά στον κορμό του στο σημείο που υποτίθεται ήταν η μύτη της για να μοιάζει ακόμη περισσότερο στις αρκούδες που έσερναν μαζί τους οι αθίγγανοι αλυσοδεμένες στους δρόμους για να κερδίζουν χρήματα, την είδα ξεκάθαρα.
Καθώς η ώρα περνούσε το πρόγραμμα γινόταν όλο και πιο βαρύ. Η πίστα άδειασε από το γυναικείο κυρίως κόσμο που χόρευε τσιφτετέλι. Τότε ο “διευθυντής” σηκώθηκε και αφού ήπιε την τελευταία γουλιά απ’ το ποτήρι του, το πέταξε κάτω και έγινε θρύψαλα. Τρόμαξα για μια στιγμή μονάχα. Αμέσως πετάχτηκε όρθιος ο φίλος του, που ο πατέρας μου τον έλεγε “ακόλουθο”. Καταλάβαμε ότι ήρθε η ώρα του όταν έκανε νόημα στο γκαρσόν. Το σκηνικό στήθηκε στο άψε σβήσε σαν να ήταν συνεννοημένοι από καιρό. Προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκαναν αφού ήταν συχνός πελάτης. Τα σφηνοπότηρα διέγραφαν έναν μεγάλο κύκλο πάνω στην πίστα. Δύο γκαρσόνια κρατώντας ο ένας το μπουκάλι με το ουίσκι γονάτισε και τα γέμιζε ενώ ο άλλος πίσω του τα άναβε. Τα φώτα χαμήλωσαν ενώ οι φωτιές έφτιαξαν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Μια μυσταγωγία εντυπωσιακή. Ο “διευθυντής” πήγε προς την πίστα. Ψιθύρισε δυο λόγια στον τραγουδιστή την ώρα που του έβαζε λεφτά στην τσέπη. Εκείνος γύρισε και συνεννοήθηκε με την ορχήστρα. Το τραγούδι ξεκίνησε. “Μάγισσες φέρτε βότανα”. Πήδηξε μέσα στον κύκλο και άρχισε να χορεύει. Ο “ακόλουθος” γονάτισε και χτυπούσε παλαμάκια. Τα δύο γκαρσόνια φρόντιζαν αποκλειστικά να ρίχνουν συνεχώς ουίσκι στον κύκλο για να μη σβήσουν οι φωτιές. “Μάγισσες, το κορίτσι μου τώρα δε μ’ αγαπάει”. Άλλα δύο γκαρσόνια έφερναν γύψινα πιάτα για σπάσιμο. Τα άφηναν δίπλα στον “ακόλουθο” ο οποίος έβγαλε ένα σφυράκι από την τσέπη του και άρχισε να τα σπάει ένα-ένα ξεκινώντας από την κορυφή της στοίβας. Ήταν πολύ περίεργο και αστείο θέαμα για τα παιδικά μας μάτια που τελικά δεν μπορέσαμε να τα κρατήσουμε άλλο ανοιχτά.
Μετά από τριάντα χρόνια είδα τον “ακόλουθο” τυχαία σ’ ένα καφενείο. Γέρος πια με το ζόρι τον αναγνώρισα. Παντρεμένος με μια συνομήλική του που τα γαλανά της μάτια μόνο έδειχναν πως κάποτε υπήρξε όμορφη. Ήμουν περίεργη να μάθω τί απέγινε ο “διευθυντής”. Ρώτησα τους γονείς μου την άλλη μέρα και μου είπαν πως είχε μπει στη φυλακή επειδή καταχράστηκε λεφτά από την τράπεζα που δούλευε. Βγήκε πριν λίγα χρόνια και ζούσε πια στο γηροκομείο με άνοια. Δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί η γαλανομάτα που αγαπούσε τότε είχε ήδη παντρευτεί τον φίλο του.