Χθες κάηκε μια καπναποθήκη στην Ξάνθη. Το ιστορικό της ανέγερσής της το ανέφερα σε άλλη μου ανάρτηση. Δεν νομίζω να υπήρξε κάτοικος της πόλης αυτής που να μην λυπήθηκε και να μη συγκλονίσθηκε από αυτή τη φωτιά που στέρησε την πόλη από μια ακόμα βουβή πηγή της ιστορικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της. Και λέω βουβή πηγή καθώς στην περιοχή μας οι ιστορικές πηγές (έγγραφα, μαρτυρίες, ημερολόγια, κώδικες, εκκλησιαστικά βιβλία) έχουν λεηλατηθεί και κλαπεί κατά τη διάρκεια των δυο σκληρών Βουλγαρικών κατοχών που γνώρισε η πόλη. Το μόνο που απέμεινε στην Ξάνθη ως αρχιτεκτονική κληρονομιά αλλά και ως ιστορική πηγή για τη γνώση του παρελθόντος είναι αυτές οι βουβές πηγές, τα κτίρια της. Στα κτίρια της περιλαμβάνονται οι κατοικίες αρχοντικές και μη που υπάρχουν προστατευμένες ακόμη στη παλιά πόλη αλλά και σποραδικά και στη νέα πόλη, οι καπναποθήκες στη νέα πόλη όσες πρόλαβαν και σώθηκαν από την ανοικοδόμηση μετά τον χαρακτηρισμό τους ως διατηρητέες, οι ιεροί ναοί και τα τεμένη καθώς και τα διάφορα νεκροταφεία μας. Αυτά αποτελούν τις ιστορικές πηγές της περιοχής μας. Με βάση αυτά καλείται ο ιστορικός της περιοχής να σκύψει και να ανασυνθέσει το ιστορικό παρελθόν της πόλης. Δυστυχώς προχθές ένα κομμάτι του ιστορικού παρελθόντος χάθηκε. Και είναι απαράδεκτο να χάνουμε ένα κομμάτι της κληρονομιάς μας εν έτει 2022 με αυτό τον τρόπο την ίδια στιγμή που πασχίζουμε να επανακτήσουμε τα κλαπέντα από τον Παρθενώνα από το Βρετανικό μουσείο και παράλληλα να φροντίζουμε για την επιστροφή των διασωθέντων Ισραηλίτικων αρχείων των Ελληνικών κοινοτήτων από τη Ρωσία. Και είναι επιπλέον απαράδεκτο, καθώς δεν μπορούμε πλέον να διασώσουμε ούτε και προφορικές πηγές για την ιστορία αυτού του κτιρίου, καθώς οι άνθρωποι που δούλεψαν προπολεμικά στην καπναποθήκη της Γκλεν ως καπνεργάτες έχουν φύγει και αυτοί, όλοι ή σχεδόν όλοι από τη ζωή, οπότε δεν μπορεί να επιχειρηθεί μια καταγραφή προφορικής ιστορίας με τις αναμνήσεις τους από τη δουλειά τους στον συγκεκριμένο εργασιακό χώρο.
Η καπναποθήκη ήταν διατηρητέα από το 1999 με βάση απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού (βλ ΦΕΚ 1776/Β/22.9.1999). Είχε μάλιστα χαρακτηρισθεί ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 1469/50». Ως διατηρητέο μνημείο θεωρούνταν όλο το συγκρότημα των 4 κτιρίων που βάσει το ΦΕΚ ήταν ιδιοκτησίες των κληρονόμων Τηλ. Πετρίδη και Κωνσταντίνου Παναγιωτόπουλου και αποτελούνταν από:
1) Τριώροφη καπναποθήκη σε σχήμα Γ τοποθετημένη στο βορεινό τμήμα του οικοπέδου.
2) Διώροφη οικοδομή που βρίσκεται στο κέντρο της Δυτικής πλευράς προς την οδό του Γ. Κονδύλη που στέγαζε τα γραφεία της εταιρείας.
3) Διώροφη κατοικία κείμενη στο ΝΑ τμήμα του οικοπέδου.
4) Μικρό ισόγειο κτίσμα που βρίσκεται στο κέντρο του οικοπέδου και στέγαζε το θυρωρείο του συγκροτήματος.
Στο ΦΕΚ χαρακτηριζόταν ως «αξιόλογο κτιριακό συγκρότημα συνδεδεμένο με την καπνική δραστηριότητα η οποία αποτέλεσε μεγάλη κοινωνικοοικονομική άνθιση της περιοχής. Επιπλέον αποτελεί ένα αμιγές βιομηχανικό σύνολο και αναπόσπαστο τμήμα της πολεοδομικής ενότητας των καπναποθηκών της Ξάνθης, το οποίο είναι σημαντικό για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής».
Αναρωτιέμαι βέβαια μετά την προχθεσινή φωτιά κατά πόσο, “το αξιόλογο αυτό συγκρότημα με το αμιγές βιομηχανικό σύνολο που ήταν σημαντικό για την ιστορία της αρχιτεκτονικής” έτυχε τελικά ειδικής κρατικής προστασίας.
Για τον λόγο αυτό θα ήθελα να προτείνω τη δημιουργία ενός φορέα από την Περιφέρεια και τον Δήμο με νομικούς, πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες που σε συνεργασία με την εφορεία νεοτέρων μνημείων θα εισηγηθεί πρώτα την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ώστε να καλυφθούν τα διάφορα κενά που υπάρχουν αλλά και περιοριστεί η γραφειοκρατία για τη διάσωση, το χαρακτηρισμό, την αξιοποίηση και εκ νέου χρήση των διατηρηθέντων μνημείων.
Την αγορά των ιδιωτικών ιδιοκτησιών που έχουν χαρακτηρισθεί ως μνημεία με άντληση πόρων από διάφορα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Την άμεση επισκευή και αξιοποίηση των υπολοίπων ακινήτων που ανήκουν σε δημόσιους φορείς και δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση (Η κατοικία του Παναγιώτη Στάλιου στην είσοδο της παλιάς πόλης που ανήκει στο Πανεπιστήμιο αποτελεί δυστυχώς μια τέτοια περίπτωση).
Δημήτριος Ν. Κασαπίδης
Δρ Ιστορίας & Δρ Ιστορίας της Τέχνης